Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anemoscòpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anemosˈkɔpjo]

1 καταγραφικό ανεμόμετρο
2 ανεμοσκόπιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anemone aneroide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anemografia (θηλ.ουσ)
anemografo (ουσ αρσ )
anemometria (θηλ.ουσ)
anemometro (ουσ αρσ )
anemone (ουσ αρσ και θηλ.)
anemoscopio (ουσ αρσ )
aneroide (αρσ. επίθ και ουσ)
anestesia (θηλ.ουσ)
anestesiologia (θηλ.ουσ)
anestesista (ουσ αρσ και θηλ.)
anestetico (αρσ. επίθ και ουσ)
anestetizzare (ρ. μτβ.)
aneto (ουσ αρσ )
aneurisma (ουσ αρσ )
aneurismatico (επίθ.)
anfanare (ρ.αμτβ.)
anfetamina (θηλ.ουσ)
anfibio (ουσ αρσ )
anfibio (επίθ.)
anfibolo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---