Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anelasticità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [anelastiʧiˈta]

1 ακαμψία
2 ανελαστικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anelare anelastico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aneddotico (επίθ.)
aneddotista (ουσ αρσ και θηλ.)
aneddoto (ουσ αρσ )
anelante (επίθ.)
anelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
anelasticità (θηλ.ουσ)
anelastico (επίθ.)
anelettrico (επίθ.)
anelito (ουσ αρσ )
anellidi (ουσ αρσ πληθ.)
anello (ουσ αρσ )
anemia (θηλ.ουσ)
anemico (αρσ. επίθ και ουσ)
anemografia (θηλ.ουσ)
anemografo (ουσ αρσ )
anemometria (θηλ.ουσ)
anemometro (ουσ αρσ )
anemone (ουσ αρσ και θηλ.)
anemoscopio (ουσ αρσ )
aneroide (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---