Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàndito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈandito] 1 γωνιά 2 πέρασμα 3 δίοδος 4 διάδρομος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |