ItalianoGreco


andatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [andaˈtura]

1 περπατησιά
2 παρουσιαστικό
3 τρέξιμο
4 βήμα
5 βηματισμός
6 ταχύτητα
7 βάδισμα
8 πορεία ή μέθοδος δράσης
9 ρυθμός
10 περπάτημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---