Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


andàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [anˈdato]

1 που έχει φάει τα ψωμιά του
2 καταδικασμένος
3 κατεστραμμένος
4 φαγωμένος
5 φθαρμένος
6 περασμένος
7 παρωχημένος
8 αλλοτινός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  andata andatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

andantezza (θηλ.ουσ)
andarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
andare (ρ.αμτβ.)
andarsene (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
andata (θηλ.ουσ)
andato (επίθ.)
andatura (θηλ.ουσ)
andazzo (ουσ αρσ )
andicappare (ρ. μτβ.)
andicappato (επίθ.)
andirivieni (ουσ αρσ )
andito (ουσ αρσ )
androfobia (θηλ.ουσ)
androgeno (αρσ. επίθ και ουσ)
androginia (θηλ.ουσ)
androgino (αρσ. επίθ και ουσ)
androne (ουσ αρσ )
andropausa (θηλ.ουσ)
androsterone (ουσ αρσ )
aneddotica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---