Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


andarsene  
ρήμα που κλίνεται με αντωνυμία ή επιρρηματικό μόριο

Προσφορά I.P.A.: [anˈdarsene]

1 αναχωρώ
2 απέρχομαι
3 πηγαίνω
4 ξεθωριάζω
5 εξαφανίζομαι
6 περνώ
7 χάνομαι
8 πεθαίνω
9 βγαίνω (για σημάδι ή λεκέ)
10 φεύγω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  andare andata  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


vattene! = να χαθείς!, στρίβε!, χάσου!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

andante (ουσ αρσ )
andante (επίθ.)
andantezza (θηλ.ουσ)
andarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
andare (ρ.αμτβ.)
andarsene (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
andata (θηλ.ουσ)
andato (επίθ.)
andatura (θηλ.ουσ)
andazzo (ουσ αρσ )
andicappare (ρ. μτβ.)
andicappato (επίθ.)
andirivieni (ουσ αρσ )
andito (ουσ αρσ )
androfobia (θηλ.ουσ)
androgeno (αρσ. επίθ και ουσ)
androginia (θηλ.ουσ)
androgino (αρσ. επίθ και ουσ)
androne (ουσ αρσ )
andropausa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---