Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόandànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [anˈdante] 1 μετρίως αργά (μουσική) 2 σύνθεση σε andante andànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [anˈdante] 1 συνηθισμένος 2 συνήθης 3 κοινός 4 φτηνός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |