Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόandaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [andaˈmento] 1 διαμόρφωση 2 τάση 3 πορεία 4 κατάσταση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |