Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ancoràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ankoˈrare]

1 αράζω
2 αγκυροβολώ

ancoràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ankoˈrarsi]

1 καθηλώνομαι
2 προσκολλώμαι
3 αγκυροβολώ
4 προσορμίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ancoraggio ancorché  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ancona (θηλ.ουσ)
ancone (ουσ αρσ )
ancora (θηλ.ουσ)
ancora (επίρ.)
ancoraggio (ουσ αρσ )
ancorare (ρ. μτβ.)
ancorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ancorché (σύνδ.)
ancoressa (θηλ.ουσ)
ancoretta (θηλ.ουσ)
ancorotto (ουσ αρσ )
andamento (ουσ αρσ )
andana (θηλ.ουσ)
andante (ουσ αρσ )
andante (επίθ.)
andantezza (θηλ.ουσ)
andarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
andare (ρ.αμτβ.)
andarsene (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
andata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---