Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ancóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anˈkone]

αγκώνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ancona ancora  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anchilosi (θηλ.ουσ)
anchina (θηλ.ουσ)
ancia (θηλ.ουσ)
ancillare (επίθ.)
ancona (θηλ.ουσ)
ancone (ουσ αρσ )
ancora (θηλ.ουσ)
ancora (επίρ.)
ancoraggio (ουσ αρσ )
ancorare (ρ. μτβ.)
ancorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ancorché (σύνδ.)
ancoressa (θηλ.ουσ)
ancoretta (θηλ.ουσ)
ancorotto (ουσ αρσ )
andamento (ουσ αρσ )
andana (θηλ.ουσ)
andante (ουσ αρσ )
andante (επίθ.)
andantezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---