Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Αποσαφήνιση


Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • àncora (θηλ.ουσ) arnese per trattenere le navi
  • ancóra (επίρ.) congiunzione e avverbio ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ


ancóra  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [anˈkora]

1 ακόμα, ακόμη
2 (di nuovo) πάλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ancora ancoraggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ancia (θηλ.ουσ)
ancillare (επίθ.)
ancona (θηλ.ουσ)
ancone (ουσ αρσ )
ancora (θηλ.ουσ)
ancora (επίρ.)
ancoraggio (ουσ αρσ )
ancorare (ρ. μτβ.)
ancorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ancorché (σύνδ.)
ancoressa (θηλ.ουσ)
ancoretta (θηλ.ουσ)
ancorotto (ουσ αρσ )
andamento (ουσ αρσ )
andana (θηλ.ουσ)
andante (ουσ αρσ )
andante (επίθ.)
andantezza (θηλ.ουσ)
andarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
andare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---