Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόancóna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [anˈkona] 1 κοίλωμα σε τοίχο 2 τράπεζα θυσιαστηρίου 3 γωνία 4 θέση κοίλη για άγαλμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |