Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanchilosàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ankiloˈzare] παθαίνω αγκύλωση anchilosàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ankiloˈzarsi] παθαίνω αγκύλωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |