Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anchilosàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ankiloˈzare]

παθαίνω αγκύλωση

anchilosàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ankiloˈzarsi]

παθαίνω αγκύλωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ancheggiare anchilosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ancella (θηλ.ουσ)
ancestrale (επίθ.)
anche (σύνδ.)
ancheggiamento (ουσ αρσ )
ancheggiare (ρ.αμτβ.)
anchilosare (ρ. μτβ.)
anchilosarsi (ρ. μ. αμτβ.)
anchilosi (θηλ.ουσ)
anchina (θηλ.ουσ)
ancia (θηλ.ουσ)
ancillare (επίθ.)
ancona (θηλ.ουσ)
ancone (ουσ αρσ )
ancora (θηλ.ουσ)
ancora (επίρ.)
ancoraggio (ουσ αρσ )
ancorare (ρ. μτβ.)
ancorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ancorché (σύνδ.)
ancoressa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---