Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόandàna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [anˈdana] 1 σειρά καθισμάτων 2 σειρά ή στρώση πραγμάτων 3 ατραπός 4 μονοπάτι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |