Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


andarci  
ρήμα που κλίνεται με αντωνυμία ή επιρρηματικό μόριο

Προσφορά I.P.A.: [anˈdarci]

1 απαιτείται
2 χρειάζεται


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  andantezza andare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

andamento (ουσ αρσ )
andana (θηλ.ουσ)
andante (ουσ αρσ )
andante (επίθ.)
andantezza (θηλ.ουσ)
andarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
andare (ρ.αμτβ.)
andarsene (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
andata (θηλ.ουσ)
andato (επίθ.)
andatura (θηλ.ουσ)
andazzo (ουσ αρσ )
andicappare (ρ. μτβ.)
andicappato (επίθ.)
andirivieni (ουσ αρσ )
andito (ουσ αρσ )
androfobia (θηλ.ουσ)
androgeno (αρσ. επίθ και ουσ)
androginia (θηλ.ουσ)
androgino (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---