Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


androfobìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [androfoˈbia]

ανδροφοβία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  andito androgeno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

andazzo (ουσ αρσ )
andicappare (ρ. μτβ.)
andicappato (επίθ.)
andirivieni (ουσ αρσ )
andito (ουσ αρσ )
androfobia (θηλ.ουσ)
androgeno (αρσ. επίθ και ουσ)
androginia (θηλ.ουσ)
androgino (αρσ. επίθ και ουσ)
androne (ουσ αρσ )
andropausa (θηλ.ουσ)
androsterone (ουσ αρσ )
aneddotica (θηλ.ουσ)
aneddotico (επίθ.)
aneddotista (ουσ αρσ και θηλ.)
aneddoto (ουσ αρσ )
anelante (επίθ.)
anelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
anelasticità (θηλ.ουσ)
anelastico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---