Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόandàzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [anˈdattso] 1 πρακτική (κακή) 2 συνήθεια 3 έθιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |