Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


andàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [anˈdare]

πηγαίνω, πάω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  andarci andarsene  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare a ballare = πάω να χορέψω || andare a caccia = κυνηγώ || andare a casa = πάω στο σπίτι || andare a cavallo = κάνω ιππασία, πάω με το άλογο || andare a dormire = πέφτω στο κρεβάτι || (πλοίο) andare a fondo = (nave) βυθίζομαι || andare a Milano = πάω στο Μιλάνο || andare a piedi = πάω με τα πόδια, πηγαίνω με τα πόδια || andare a sciare = πάω για σκι || andare a spasso = πιγαίνω βόλτα || andare a zonzo = περιδιαβαίνω || andare al galoppo = καλπάζω || andare alla deriva = άγομαι και φέρομαι || (φόρεμα) andare bene = (vestito) μου πηγαίνει || andare d'accordo = ταιριάζω || andare di corpo = αποπατώ || andare di traverso = στραβοκαταπίνω || andare in bicicletta = κάνω ποδήλατο || andare in malora = παίρνω την κάτω βόλτα || andare in onda = βγαίνω στον αέρα || andare in pensione = βγαίνω στη σύνταξη || andare matto (per) = τρελαίνομαι (γιά) || andare matto per = ψοφώ για || andare su tutte le furie = γίνομαι πυρ και μανία || andarsene, andare via = φεύγω || bisogna che io vada = πρέπει να πάω || come va? = πως πάει; || con l'andar del tempo = συν τω χρόνω || devo andare = πρέπει να πάω || dov'è andato a finire? = πού πήγε και μπλέχτηκε; || non va = δεν στέκει || o la va o la spacca = ή του ύψους ή του βάθους || va bene = εν τάξει || vai ad aprire = άντε ν' ανοίξεις || vattene! = να χαθείς!, στρίβε!, χάσου!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

andana (θηλ.ουσ)
andante (ουσ αρσ )
andante (επίθ.)
andantezza (θηλ.ουσ)
andarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
andare (ρ.αμτβ.)
andarsene (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
andata (θηλ.ουσ)
andato (επίθ.)
andatura (θηλ.ουσ)
andazzo (ουσ αρσ )
andicappare (ρ. μτβ.)
andicappato (επίθ.)
andirivieni (ουσ αρσ )
andito (ουσ αρσ )
androfobia (θηλ.ουσ)
androgeno (αρσ. επίθ και ουσ)
androginia (θηλ.ουσ)
androgino (αρσ. επίθ και ουσ)
androne (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---