Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammonitóre (αρσ. επίθ και ουσ) ammostatùra (θηλ.ουσ)
ammonizióne (θηλ.ουσ) ammucchiaménto (ουσ αρσ )
ammontàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ammucchiàre (ρ. μτβ.)
ammonticchiàre (ρ. μτβ.) ammucchiàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammorbaménto (ουσ αρσ ) ammucchiàta (θηλ.ουσ)
ammorbàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ammuffiménto (ουσ αρσ )
ammorbidàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ammuffìre (ρ.αμτβ.)
ammorbidènte (αρσ. επίθ και ουσ) ammuffìto (επίθ.)
ammorbidiménto (ουσ αρσ ) ammusàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorbidìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ammutinaménto (ουσ αρσ )
ammorsatùra (θηλ.ουσ) ammutinàre (ρ. μτβ.)
ammortaménto (ουσ αρσ ) ammutinàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammortàre (ρ. μτβ.) ammutinàto (αρσ. επίθ και ουσ)
ammortìre (ρ. μτβ.) ammutolìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammortizzàbile (επίθ.) ammutolìto (επίθ.)
ammortizzaménto (ουσ αρσ ) amnesìa (θηλ.ουσ)
ammortizzàre (ρ. μτβ.) àmnio (ουσ αρσ )
ammortizzatóre (ουσ αρσ ) amniocèntesi, amniocentèsi (θηλ.ουσ)
ammorzàre (ρ. μτβ.) amniografìa (θηλ.ουσ)
ammosciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) amnioscopìa (θηλ.ουσ)
ammosciàrsi (ρ. μ. αμτβ.) amniòtico (αρσ. επίθ και ουσ)
ammoscìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) amnistìa (θηλ.ουσ)
ammostaménto (ουσ αρσ ) amnistiàre (ρ. μτβ.)
ammostàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) amnistiàto (αρσ. επίθ και ουσ)
ammostatóio (ουσ αρσ ) àmo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: