Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammutinàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ammutiˈnato]

1 εξεγερμένος
2 στασιαστής
3 επαναστάτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammutinarsi ammutolire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammuffito (επίθ.)
ammusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammutinamento (ουσ αρσ )
ammutinare (ρ. μτβ.)
ammutinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammutinato (αρσ. επίθ και ουσ)
ammutolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammutolito (επίθ.)
amnesia (θηλ.ουσ)
amnio (ουσ αρσ )
amniocentesi (θηλ.ουσ)
amniografia (θηλ.ουσ)
amnioscopia (θηλ.ουσ)
amniotico (αρσ. επίθ και ουσ)
amnistia (θηλ.ουσ)
amnistiare (ρ. μτβ.)
amnistiato (αρσ. επίθ και ουσ)
amo (ουσ αρσ )
amoerro (ουσ αρσ )
amomo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---