Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amnesìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [amneˈzia]

1 απώλεια μνήμης
2 αμνησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammutolito amnio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammutinare (ρ. μτβ.)
ammutinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammutinato (αρσ. επίθ και ουσ)
ammutolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammutolito (επίθ.)
amnesia (θηλ.ουσ)
amnio (ουσ αρσ )
amniocentesi (θηλ.ουσ)
amniografia (θηλ.ουσ)
amnioscopia (θηλ.ουσ)
amniotico (αρσ. επίθ και ουσ)
amnistia (θηλ.ουσ)
amnistiare (ρ. μτβ.)
amnistiato (αρσ. επίθ και ουσ)
amo (ουσ αρσ )
amoerro (ουσ αρσ )
amomo (ουσ αρσ )
amorale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
amoralismo (ουσ αρσ )
amoralità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---