Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammutinàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ammutiˈnare] παρακινώ σε στάση ammutinàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ammutiˈnarsi] 1 στασιάζω 2 εξεγείρομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |