Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammutinaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ammutinaˈmento] 1 εξέγερση 2 κίνημα 3 ανταρσία 4 στάση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |