Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammuffiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ammuffiˈmento]

1 μούχλα
2 μούχλιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammucchiata ammuffire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammostatura (θηλ.ουσ)
ammucchiamento (ουσ αρσ )
ammucchiare (ρ. μτβ.)
ammucchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammucchiata (θηλ.ουσ)
ammuffimento (ουσ αρσ )
ammuffire (ρ.αμτβ.)
ammuffito (επίθ.)
ammusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammutinamento (ουσ αρσ )
ammutinare (ρ. μτβ.)
ammutinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammutinato (αρσ. επίθ και ουσ)
ammutolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammutolito (επίθ.)
amnesia (θηλ.ουσ)
amnio (ουσ αρσ )
amniocentesi (θηλ.ουσ)
amniografia (θηλ.ουσ)
amnioscopia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---