Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammucchiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ammukkjaˈmento] 1 σώρευση 2 στοίβα 3 σωρός 4 επισώρευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |