Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammoscìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ammoʃˈʃire]

1 μαλακώνω
2 γίνομαι μαλακός
3 γίνομαι πλαδαρός
4 μαραίνομαι (φυτό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammosciarsi ammostamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammortizzare (ρ. μτβ.)
ammortizzatore (ουσ αρσ )
ammorzare (ρ. μτβ.)
ammosciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammoscire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammostamento (ουσ αρσ )
ammostare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammostatoio (ουσ αρσ )
ammostatura (θηλ.ουσ)
ammucchiamento (ουσ αρσ )
ammucchiare (ρ. μτβ.)
ammucchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammucchiata (θηλ.ουσ)
ammuffimento (ουσ αρσ )
ammuffire (ρ.αμτβ.)
ammuffito (επίθ.)
ammusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammutinamento (ουσ αρσ )
ammutinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---