Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammortizzatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ammortiddzaˈtore]

auto το αμορτισέρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammortizzare ammorzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammortare (ρ. μτβ.)
ammortire (ρ. μτβ.)
ammortizzabile (επίθ.)
ammortizzamento (ουσ αρσ )
ammortizzare (ρ. μτβ.)
ammortizzatore (ουσ αρσ )
ammorzare (ρ. μτβ.)
ammosciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammoscire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammostamento (ουσ αρσ )
ammostare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammostatoio (ουσ αρσ )
ammostatura (θηλ.ουσ)
ammucchiamento (ουσ αρσ )
ammucchiare (ρ. μτβ.)
ammucchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammucchiata (θηλ.ουσ)
ammuffimento (ουσ αρσ )
ammuffire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---