Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammostatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ammostaˈtura] 1 ποδοπάτημα 2 πίεση 3 τσαλαπάτημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |