Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammortìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ammorˈtire]

1 νεκρώνω
2 μουδιάζω
3 εξασθενίζω
4 απονεκρώνω
5 κατασιγάζω
6 αμβλύνω
7 σβήνω
8 κατεβάζω τους τόνους
9 εξαλείφω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammortare ammortizzabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammorbidimento (ουσ αρσ )
ammorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorsatura (θηλ.ουσ)
ammortamento (ουσ αρσ )
ammortare (ρ. μτβ.)
ammortire (ρ. μτβ.)
ammortizzabile (επίθ.)
ammortizzamento (ουσ αρσ )
ammortizzare (ρ. μτβ.)
ammortizzatore (ουσ αρσ )
ammorzare (ρ. μτβ.)
ammosciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammoscire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammostamento (ουσ αρσ )
ammostare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammostatoio (ουσ αρσ )
ammostatura (θηλ.ουσ)
ammucchiamento (ουσ αρσ )
ammucchiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---