Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammortizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ammortidˈdzare] ξεπληρώνω με χρεολύσιο (χρησιμοποίησε καλύτερα το ammortare) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |