Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammorbidiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ammorbidiˈmento]

μαλάκωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammorbidente ammorbidire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammonticchiare (ρ. μτβ.)
ammorbamento (ουσ αρσ )
ammorbare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorbidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorbidente (αρσ. επίθ και ουσ)
ammorbidimento (ουσ αρσ )
ammorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorsatura (θηλ.ουσ)
ammortamento (ουσ αρσ )
ammortare (ρ. μτβ.)
ammortire (ρ. μτβ.)
ammortizzabile (επίθ.)
ammortizzamento (ουσ αρσ )
ammortizzare (ρ. μτβ.)
ammortizzatore (ουσ αρσ )
ammorzare (ρ. μτβ.)
ammosciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammoscire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammostamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---