Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammonticchiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ammontikˈkjare] 1 επισωρεύω 2 στοιβάζω 3 σχηματίζω σωρό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |