Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammonìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ammoˈnito]

1 ορμηνεμένος
2 προειδοποιημένος
3 δασκαλεμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammonire ammonitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammoniacale (επίθ.)
ammonico (επίθ.)
ammonimento (ουσ αρσ )
ammonio (ουσ αρσ )
ammonire (ρ. μτβ.)
ammonito (αρσ. επίθ και ουσ)
ammonitore (αρσ. επίθ και ουσ)
ammonizione (θηλ.ουσ)
ammontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammonticchiare (ρ. μτβ.)
ammorbamento (ουσ αρσ )
ammorbare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorbidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorbidente (αρσ. επίθ και ουσ)
ammorbidimento (ουσ αρσ )
ammorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorsatura (θηλ.ουσ)
ammortamento (ουσ αρσ )
ammortare (ρ. μτβ.)
ammortire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---