Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammoniacàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ammoniaˈkale]

αμμωνιακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammoniaca ammonico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammollimento (ουσ αρσ )
ammollire (ρ. μτβ.)
ammollirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammollo (ουσ αρσ )
ammoniaca (θηλ.ουσ)
ammoniacale (επίθ.)
ammonico (επίθ.)
ammonimento (ουσ αρσ )
ammonio (ουσ αρσ )
ammonire (ρ. μτβ.)
ammonito (αρσ. επίθ και ουσ)
ammonitore (αρσ. επίθ και ουσ)
ammonizione (θηλ.ουσ)
ammontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammonticchiare (ρ. μτβ.)
ammorbamento (ουσ αρσ )
ammorbare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorbidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorbidente (αρσ. επίθ και ουσ)
ammorbidimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---