Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammollìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ammolˈlire]

1 μαλάζω
2 μαλακώνω

ammollìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ammolˈlirsi]

1 γίνομαι μαλακός
2 μαλακώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammollimento ammollo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammogliato (επίθ.)
ammollamento (ουσ αρσ )
ammollare (ρ. μτβ.)
ammollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammollimento (ουσ αρσ )
ammollire (ρ. μτβ.)
ammollirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammollo (ουσ αρσ )
ammoniaca (θηλ.ουσ)
ammoniacale (επίθ.)
ammonico (επίθ.)
ammonimento (ουσ αρσ )
ammonio (ουσ αρσ )
ammonire (ρ. μτβ.)
ammonito (αρσ. επίθ και ουσ)
ammonitore (αρσ. επίθ και ουσ)
ammonizione (θηλ.ουσ)
ammontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammonticchiare (ρ. μτβ.)
ammorbamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---