Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammollàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ammolˈlare]

1 μουλιάζω
2 χαλαρώνω
3 εμποτίζω
4 μαλακώνω
5 διαβρέχω
6 πετυχαίνω (πχ με γροθιά)

ammollàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ammolˈlarsi]

1 διαποτίζομαι
2 γίνομαι μαλακός
3 διαβρέχομαι
4 χαλαρώνω
5 μουλιάζω
6 μαλακώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammollamento ammollimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammogliare (ρ. μτβ.)
ammogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammogliato (ουσ αρσ )
ammogliato (επίθ.)
ammollamento (ουσ αρσ )
ammollare (ρ. μτβ.)
ammollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammollimento (ουσ αρσ )
ammollire (ρ. μτβ.)
ammollirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammollo (ουσ αρσ )
ammoniaca (θηλ.ουσ)
ammoniacale (επίθ.)
ammonico (επίθ.)
ammonimento (ουσ αρσ )
ammonio (ουσ αρσ )
ammonire (ρ. μτβ.)
ammonito (αρσ. επίθ και ουσ)
ammonitore (αρσ. επίθ και ουσ)
ammonizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---