Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammollàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ammolˈlare] 1 μουλιάζω 2 χαλαρώνω 3 εμποτίζω 4 μαλακώνω 5 διαβρέχω 6 πετυχαίνω (πχ με γροθιά) ammollàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ammolˈlarsi] 1 διαποτίζομαι 2 γίνομαι μαλακός 3 διαβρέχομαι 4 χαλαρώνω 5 μουλιάζω 6 μαλακώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |