Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammoniménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ammoniˈmento]

1 νουθέτηση
2 νουθεσία
3 δασκάλεμα
4 προειδοποίηση φιλική
5 συμβουλή
6 προειδοποίηση
7 παραίνεση
8 ορμήνια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammonico ammonio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammollirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammollo (ουσ αρσ )
ammoniaca (θηλ.ουσ)
ammoniacale (επίθ.)
ammonico (επίθ.)
ammonimento (ουσ αρσ )
ammonio (ουσ αρσ )
ammonire (ρ. μτβ.)
ammonito (αρσ. επίθ και ουσ)
ammonitore (αρσ. επίθ και ουσ)
ammonizione (θηλ.ουσ)
ammontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammonticchiare (ρ. μτβ.)
ammorbamento (ουσ αρσ )
ammorbare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorbidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorbidente (αρσ. επίθ και ουσ)
ammorbidimento (ουσ αρσ )
ammorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorsatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---