Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammorbaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ammorbaˈmento] 1 διαφθορά 2 δωροδοκία 3 αποσύνθεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |