Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammonizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ammonitˈtsjone]

1 καθοδήγηση
2 δασκάλεμα
3 νουθεσία
4 ορμήνια
5 παραίνεση
6 συμβουλή
7 νουθέτηση
8 προειδοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammonitore ammontare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammonimento (ουσ αρσ )
ammonio (ουσ αρσ )
ammonire (ρ. μτβ.)
ammonito (αρσ. επίθ και ουσ)
ammonitore (αρσ. επίθ και ουσ)
ammonizione (θηλ.ουσ)
ammontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammonticchiare (ρ. μτβ.)
ammorbamento (ουσ αρσ )
ammorbare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorbidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorbidente (αρσ. επίθ και ουσ)
ammorbidimento (ουσ αρσ )
ammorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammorsatura (θηλ.ουσ)
ammortamento (ουσ αρσ )
ammortare (ρ. μτβ.)
ammortire (ρ. μτβ.)
ammortizzabile (επίθ.)
ammortizzamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---