Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammogliàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ammoʎˈʎato]

παντρεμένο άτομο

ammogliàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ammoʎˈʎato]

παντρεμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammogliarsi ammollamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammodernare (ρ. μτβ.)
ammodo (επίθ.)
ammodo (επίρ.)
ammogliare (ρ. μτβ.)
ammogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammogliato (ουσ αρσ )
ammogliato (επίθ.)
ammollamento (ουσ αρσ )
ammollare (ρ. μτβ.)
ammollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammollimento (ουσ αρσ )
ammollire (ρ. μτβ.)
ammollirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammollo (ουσ αρσ )
ammoniaca (θηλ.ουσ)
ammoniacale (επίθ.)
ammonico (επίθ.)
ammonimento (ουσ αρσ )
ammonio (ουσ αρσ )
ammonire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---