Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γελέκι [ουσ ουδ.] γέμισις [θηλ.ουσ]
γελέκο [ουσ ουδ.] γέμισμα {γεμίσμ-ατ...
γελιέμαι (γελάστηκα... γεμισμένος [επίθ.]
γέλιο [ουσ ουδ.] γεμιστήρας [ουσ αρσ ]
γελοιογραφημένος [επίθ.] γεμιστός [επίθ.]
γελοιογραφία {γελοιογρα... γεμόζω (-)
γελοιογράφος [ουσ αρσ και θηλ.] γεμοφέγγαρο [ουσ ουδ.]
γελοιοποιημένος [επίθ.] γέμω {μόνο σε ε...
γελοιοποίηση [θηλ.ουσ] γεν [ουσ ουδ.]
γελοιοποιούμαι [ρ. παθ.] γενάκι [ουσ ουδ.]
γελοιοποιώ {γελοιοποι... Γενάρης [ουσ αρσ ]
γελοίος [επίθ.] γενάρχης {γεναρχών}
γελοιότατος [επίθ.] γενάτος [επίθ.]
γελοιότερος [επίθ.] γενεά [θηλ.ουσ]
γελοιότητα [θηλ.ουσ] γενεαλογία {γενεαλογι...
γελοιωδέστατος [επίθ.] γενεαλογικός [επίθ.]
γελοιωδέστερος [επίθ.] γενέθλια {γενεθλίων...
γελώ {γελάς... ... γενέθλιος [επίθ.]
γελώ {γελάς... ... γενειάδα [θηλ.ουσ]
γέλωτας [ουσ αρσ ] γενειοφόρος [επίθ.]
γελωτοποιός [ουσ αρσ ] γενειοφόρος [ουσ αρσ ]
γεμάτος [επίθ.] γένεση {-ης κ. -έ...
γεμίζω {γέμισ-α, ... Γένεση {-ης κ. -έ...
γεμίζω {γέμισ-α, ... γενεσιουργία [θηλ.ουσ]
γέμιση {-ης κ. -ί... γενεσιουργός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: