Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γεμίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 riempi`rsi; colma`rsi το σπίτι γέμισε σκόνη==la casa si è riempita di polvere | γεμίζει το φεγγάρι==la luna è in fase crescente
2 παχαίνω ingrassa`re; arrotonda`rsi με την εγκυμοσύνη η Μαρία γέμισε κάπως υπερβολικά==con la gravidanza Maria si è arrotondata un po' troppo

γεμίζω
ρήμα μεταβατικό

1 riempi`re; colma`re γεμίζω ένα ποτήρι με νερό==riempire d'acqua un bicchiere
2 arma carica`re γεμίζω το τουφέκι μου==caricare il fucile
3 batteria carica`re
4 farci`re; imbotti`re γεμίζω γαλοπούλα με κάστανα==farcire di castagne il tacchino | γεμίζω ντομάτες με ρύζι==farcire di riso i pomodori | γεμίζω με πούπουλα ένα μαξιλάρι==imbottire di piume un cuscino+++δεν μου γεμίζει το μάτι==non mi convince, mi convince poco, non mi va a genio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γεμάτος γέμιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---