Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγέμισμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 riempime`nto ~m~ το γέμισμα ενός μπουκαλιού==il riempimento di una bottiglia 2 imbottitu`ra ~f~ το γέμισμα με πούπουλα ενός μαξιλαριού==l'imbottire di penne un cuscino permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |