Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γέμισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 riempime`nto ~m~ το γέμισμα ενός μπουκαλιού==il riempimento di una bottiglia
2 imbottitu`ra ~f~ το γέμισμα με πούπουλα ενός μαξιλαριού==l'imbottire di penne un cuscino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γέμισις γεμισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---