Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γέμιση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 abbigliamento imbottitu`ra ~f~
2 arredamento imbottitu`ra ~f~
3 gastronomia ripie`no ~m~; fa`rcia ~f~+++η γέμιση του φεγγαριού==fase crescente della luna

γέμισις
ουσιαστικό θηλυκό

forma letteraria di [γέμιση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γεμίζω γέμισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---