Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γέλωτας  
ουσιαστικό αρσενικό

risa`ta ~f~; riso ~m~ ομηρικός γέλωτας ==risata omerica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γελώ γελωτοποιός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---