Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γελάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [γελώ]

γελιέμαι
ρήμα παθητικό

inganna`rsi; sbaglia`rsi γελάστηκα μ' αυτόν τον άνθρωπο==mi sono ingannato sul suo conto | δε γελιέμαι εύκολα εγώ==io non mi lascio ingannare facilmente

γελώ  
ρήμα αμετάβατο

1 ri`dere γελάσαμε με την καρδιά μας==abbiamo riso di cuore, di gusto | γελώ μέχρι δακρύων==ridere fino alle lacrime
2 ri`dere di qualcu`no δεν πιστεύω να γελάς μαζί μου==non stai mica ridendo di me?

γελώ
ρήμα μεταβατικό

ξεγελώ imbroglia`re; inganna`re δεν τον γέλασε ποτέ κανείς==non si è mai lasciato ingannare da nessuno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γελαστός γελέκι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---