Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγελαδίτσα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 giove`nca ~f~
2 vite`lla ~f~

γελαδίτσα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αγελαδίτσα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγελαδίσιος αγελαδοτρόφος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---