Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγέλη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 branco ~m~; gregge ~m~; ma`ndria ~f~
2 marma`glia ~f~; branco ~m~ di perso`ne; orda ~f~; masna`da ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγέλαστος αγεληδόν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---