Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγέρας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αέρας ^-α/ος, ο^]

αέρα!
επιφώνημα

1 come grido di guerra all'attacco!
2 a`ria!; sgombra`re!

αέρας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 a`ria ~f~ πάμε να πάρουμε λίγο αέρα==usciamo a prendere un po' d'aria
2 άνεμος vento ~m~ ρεύμα αέρα==corrente (d'aria) | φυσάει αέρας==tira vento
3 κλίμα clima ~m~ δεν το σήκωσε ο αέρας της Αμερικής==il clima dell'America non gli si confaceva
4 abilità ~f~; capacità ~f~; destre`zza ~f~ δεν έχει πάρει ακόμη τον αέρα αυτού του αυτοκινήτου==non ha ancora fatto la mano a questa macchina
5 diritto diri`tto ~m~ di sopraeleva`re (una costruzio`ne)
6 commercio impo`rto ~m~ versa`to per l'avviame`nto di una attività
7 un pochi`no ~m~; un'ide`a ~f~; pochi`ssimo ~m~ το φόρεμα θέλει έναν αέρα φάρδεμα==il vestito va all'allargato appena un'idea
8 ((figurato)) confide`nza ~f~; familiarità ~f~; sfacciata`ggine ~f~ παραπήρε αέρα==si è preso troppe confidenze||ha alzato troppo la cresta | του 'κοψα τον αέρα==l'ho messo a posto, gli ho fatto abbassare la cresta
9 ((figurato)) atteggiame`nto ~m~; a`ria ~m~ έχει αριστοκρατικό αέρα==ha un'aria aristocratica
10 ((figurato)) disinvoltu`ra ~f~ έχει αέρα η μικρή!==la ragazzina è disinvolta!

αήρ
ουσιαστικό αρσενικό

forma arcaica di [αέρας ^-α/ος, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγένωτος αγέραστος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


radio, tv βγάζω στον αέρα = ράδιο, τηλεόραση mandare in onda || παίρνει το μυαλό μου αέρα = montarsi la testa


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---