Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγέρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

ventice`llo ~f~; arie`tta ~f~; brezza ~f~

αέρι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [αγέρι ^-ιού, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγερένιος αγερίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---